- συμπεριτρέπω
- Α1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους2. παθ. συμπεριτρέπομαι(για τα φύλλα τού ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.